παρακινήσεις

παρακινήσεις
παρακίνησις
disturbance
fem nom/voc pl (attic epic)
παρακίνησις
disturbance
fem nom/acc pl (attic)
παρακινέω
move aside
aor subj act 2nd sg (epic)
παρακινέω
move aside
fut ind act 2nd sg
παρακῑνήσεις , παρακινέω
move aside
aor subj act 2nd sg (epic)
παρακῑνήσεις , παρακινέω
move aside
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • παρακίνηση — η προτροπή, υποκίνηση: Υπέκυψε στις παρακινήσεις των φίλων κι άφησε τη δουλειά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”